Η κόκα είναι ένα από τα παλαιότερα, ισχυρότερα και πιο επικίνδυνα διεγερτικά που προέρχονται από τη φύση. Τρεις χιλιάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού, οι αρχαίοι Ίνκας στις Άνδεις μασούσαν τα φύλλα κόκας για να κάνουν τις καρδιές τους και την αναπνοή τους να λειτουργούν γρηγορότερα ώστε να μην έχουν πρόβλημα καθώς ζούσαν σε μεγάλα υψόμετρα, όπου το οξυγόνο είναι λιγότερο.
Οι ιθαγενείς του Περού μασούσαν φύλλα κόκας μόνο κατά τις θρησκευτικές τελετές τους. Αυτό το ταμπού έσπασε όταν εισέβαλαν οι Ισπανοί στο Περού το 1532. Ανάγκαζαν τους Ινδιάνους να εργάζονται στα Ισπανικά ορυχεία ασημιού και τους προμήθευαν φύλλα κόκας γιατί έκαναν ευκολότερο τον έλεγχο και την εκμετάλλευσή τους.
Η κοκαΐνη απομονώθηκε (παραγόμενη από τα φύλλα της κόκας) για πρώτη φορά το 1859 από το Γερμανό χημικό Άλμπερτ Νίμαν. Στη δεκαετία του 1880 άρχισε να γίνεται δημοφιλής στην ιατρική κοινότητα.
Ο Αυστριακός ψυχαναλυτής Σίγκμουντ Φρόιντ. (Photo credits: Freud Museum Photo Library)
Ο Αυστριακός ψυχαναλυτής Σίγκμουντ Φρόιντ, που έκανε ο ίδιος χρήση κοκαΐνης, ήταν ο πρώτος που έκανε ευρέως γνωστή την κοκαΐνη ως τονωτικό για τη θεραπεία της κατάθλιψης και της σεξουαλικής ανικανότητας.
Το 1884, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Coca» (Σχετικά με την κόκα) με το οποίο εκθείαζε τα «οφέλη» της κοκαΐνης αποκαλώντας την «μαγική» ουσία.
Ο Φρόιντ, όμως, δεν ήταν αντικειμενικός. Έκανε ο ίδιος χρήση τακτικά, την συνταγογραφούσε στη φίλη και στους καλύτερους φίλους του και συνιστούσε την χρήση της ευρέως.
Ενώ παρατήρησε ότι η κοκαΐνη οδηγούσε σε «σωματική και ηθική κατάπτωση», συνέχισε να προωθεί την κοκαΐνη στους στενούς του φίλους, ένας από τους οποίους κατέληξε να υποφέρει από παρανοϊκές παραισθήσεις με «άσπρα φίδια να σέρνονται στο δέρμα του».
Επίσης, ο Φρόιντ πίστευε ότι: «Για να γίνει τοξική η δόση (της κοκαΐνης) πρέπει να είναι πολύ υψηλή και δεν υπάρχει θανατηφόρα δόση». Διαψεύστηκε όταν ένας από τους ασθενείς του πέθανε από την υψηλή δόση που του είχε συνταγογραφήσει.
Το 1886, η δημοτικότητα του ναρκωτικού αυξήθηκε περισσότερο όταν ο Τζον Πέμπερτον περιέλαβε τα φύλλα κόκας ως συστατικό στο καινούριο αναψυκτικό, Κόκα Κόλα. Το αναψυκτικό αυτό δημιουργούσε ευφορία και έδινε ενέργεια σ’ αυτόν που το έπινε, οπότε η δημοτικότητα της Κόκα Κόλα έφτασε στα ύψη στα τέλη του προπερασμένου αιώνα.
Από τη δεκαετία του 1850 έως τις αρχές του 20ού αιώνα τα ελιξίρια (μαγικά ή ιατρικά φίλτρα) που περιείχαν κοκαΐνη και όπιο, τα τονωτικά και το κρασί χρησιμοποιούνταν ευρέως από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων. Διάσημα πρόσωπα προωθούσαν τα «θαυματουργά» αποτελέσματα των τονωτικών και των ελιξιρίων με κοκαΐνη, όπως ο εφευρέτης Τόμας Έντισον και η ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ. Η κοκαΐνη έγινε δημοφιλής μεταξύ των συντελεστών της βιομηχανίας του βωβού κινηματογράφου ενώ τα μηνύματα υπέρ της κοκαΐνης που προέρχονταν από το Χόλιγουντ επηρέασαν εκατομμύρια ανθρώπους εκείνη την εποχή.
Η χρήση της κοκαΐνης αυξήθηκε και οι κίνδυνοι από τη χρήση του ναρκωτικού έγιναν βαθμιαία πιο εμφανείς. Κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, το 1903, η εταιρεία Κόκα-Κόλα αναγκάστηκε να αφαιρέσει την κοκαΐνη από τα συστατικά του αναψυκτικού της.
Μέχρι το 1905, ήταν δημοφιλής η συνήθεια να σνιφάρεται η κοκαΐνη και μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, τα νοσοκομεία και τα ιατρικά έντυπα είχαν αρχίσει να αναφέρουν περιπτώσεις όπου τα άτομα είχαν υποστεί ρινικές βλάβες λόγω της χρήσης του ναρκωτικού.
Το 1912, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέφερε 5.000 θανάτους σχετιζόμενους με την κοκαΐνη σε ένα χρόνο και μέχρι το 1922, το ναρκωτικό είχε επίσημα απαγορευτεί.
Στη δεκαετία του 1970, η κοκαΐνη εμφανίστηκε ως το νέο ναρκωτικό της μόδας για τους ανθρώπους του χώρου της ψυχαγωγίας και τους επιχειρηματίες. Η κοκαΐνη φαινόταν να είναι η τέλεια παρέα για ένα γρήγορο ταξίδι. Τους «έδινε ενέργεια», και τους βοηθούσε να παραμείνουν «στα πάνω τους».
Σε μερικά Αμερικανικά πανεπιστήμια, το ποσοστό των σπουδαστών που πειραματίζονταν με την κοκαΐνη δεκαπλασιάστηκε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι Κολομβιανοί λαθρέμποροι ναρκωτικών άρχισαν να στήνουν ένα πολύπλοκο δίκτυο για να περνάνε λαθραία την κοκαΐνη στις ΗΠΑ.
Κατά παράδοση, η κοκαΐνη ήταν το ναρκωτικό των πλουσίων λόγω του ότι η συνήθεια της κοκαΐνης κόστιζε ακριβά. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, η κοκαΐνη δεν θεωρούνταν πλέον ως το ναρκωτικό των πλουσίων. Είχε αποκτήσει τη φήμη του πιο εθιστικού και επικίνδυνου ναρκωτικού στην Αμερική και είχε συνδεθεί με τη φτώχια, το έγκλημα και το θάνατο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η παραγωγή και οι εξαγωγές των Κολομβιανών καρτέλ ναρκωτικών έφταναν τους 500 έως 800 τόνους κοκαΐνης ετησίως· αυτές οι ποσότητες στέλνονταν όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη και στην Ασία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι δυνάμεις επιβολής του νόμου διέλυσαν τα μεγάλα καρτέλ. Στη θέση τους δημιουργήθηκαν μικρότερες ομάδες – σήμερα, είναι γνωστές περισσότερες από 300 ενεργές οργανώσεις λαθρεμπορίας στην Κολομβία.
Μέχρι το 2008, η κοκαΐνη έγινε το δεύτερο κατά σειρά παράνομα διακινούμενο ναρκωτικό στον κόσμο.