Τα οπιοειδή παυσίπονα παράγουν μια ευφορία μικρής διάρκειας, αλλά την ίδια στιγμή είναι εθιστικά.
Η μακρόχρονη χρήση παυσίπονων μπορεί να οδηγήσει σε εξάρτηση. Το σώμα προσαρμόζεται στην παρουσία της ουσίας και αν σταματήσει κανείς ξαφνικά να παίρνει το ναρκωτικό θα έχει συμπτώματα στέρησης. Ή, το σώμα αναπτύσσει ανοχή στο ναρκωτικό, που σημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν μεγαλύτερες δόσεις για να υπάρξει το ίδιο αποτέλεσμα.
Όπως όλα τα ναρκωτικά, έτσι και τα παυσίπονα, απλώς καλύπτουν τον πόνο για τον οποίο τα παίρνει κάποιος. Δε «θεραπεύουν» τίποτα. Κάποιος που προσπαθεί συνεχώς να «μουδιάζει» τον πόνο μπορεί να καταλήξει να παίρνει όλο και μεγαλύτερες δόσεις μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι δε μπορεί να βγάλει τη μέρα χωρίς το ναρκωτικό.
Στα συμπτώματα στέρησης περιλαμβάνονται νευρικότητα, πόνοι στους μύες και στα κόκαλα, αϋπνία, διάρροια, εμετός, κρυάδες και ακούσιες κινήσεις των ποδιών.
Ένα από τους πιο σοβαρούς κινδύνους των οπιούχων είναι η καταστολή της αναπνοής – οι μεγάλες δόσεις μπορεί να επιβραδύνουν την αναπνοή μέχρι το σημείο που σταματά και ο χρήστης πεθαίνει.