Μια μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου για τη Χρήση Ναρκωτικών βρήκε ότι οι χρήστες του Ριταλίν και παρόμοιων ναρκωτικών «παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό χρήσης κοκαΐνης».
Εξαιτίας της αντοχής που αναπτύσσεται, η χρήση της Ριταλίνης μπορεί να οδηγήσει τους χρήστες στο να πάρουν ακόμη πιο ισχυρά ναρκωτικά για να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Όταν αρχίζει να μειώνεται η επίδραση του ναρκωτικού, το άτομο μπορεί να στραφεί σε πιο δραστικά ναρκωτικά για να απαλλαγεί από την ανεπιθύμητη κατάσταση που τον ώθησε εξαρχής να κάνει χρήση του ναρκωτικού.
Το ίδιο το Ριταλίν δεν οδηγεί το άτομο σε άλλα ναρκωτικά: οι άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά για να απαλλαγούν από ανεπιθύμητες καταστάσεις ή συναισθήματα. Τα ναρκωτικά καλύπτουν το πρόβλημα για κάποιο διάστημα (όσο ο χρήστης είναι φτιαγμένος). Όταν το «φτιάξιμο» υποχωρήσει, τότε το πρόβλημα, η ανεπιθύμητη κατάσταση ή η περίσταση επιστρέφει με μεγαλύτερη ένταση από πριν. Ο χρήστης μπορεί τότε να στραφεί σε πιο δυνατά ναρκωτικά αφού το Ριταλίν δεν είναι πλέον «αποτελεσματικό».
Μια μελέτη μεταξύ 500 σπουδαστών για μια περίοδο πλέον των είκοσι χρόνων έδειξε ότι αυτοί που χρησιμοποιούσαν Ριταλίν και παρόμοια ναρκωτικά είχαν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση κοκαΐνης και άλλων διεγερτικών κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή τους.
Σύμφωνα με μια μελέτη του 2005, οι έφηβοι που έκαναν χρήση συνταγογραφούμενων ναρκωτικών είχαν 12 φορές περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση ηρωίνης, 15 φορές περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση του Έκσταση και είκοσι φορές περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση κοκαΐνης σε σύγκριση με τους εφήβους που δεν έχουν κάνει χρήση τέτοιων ναρκωτικών.